- χαριτοβλέφαρος
- χαριτοβλέφαροςwith eyelidsmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χαριτοβλέφαρος — ον, ΜΑ 1. αυτός που έχει βλέφαρα όμοια με τα βλέφαρα τών Χαρίτων 2. αυτός που έχει ωραίο βλέμμα αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ χαριτοβλέφαρον φυτό που χρησίμευε για την παρασκευή φίλτρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, ιτος + βλέφαρος (< βλέφαρον), πρβλ. ἰο… … Dictionary of Greek
χαριτοβλέφαρον — χαριτοβλέφαρος with eyelids masc/fem acc sg χαριτοβλέφαρος with eyelids neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαριτοβλεφάροις — χαριτοβλέφαρος with eyelids masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαριτοβλεφάρῳ — χαριτοβλέφαρος with eyelids masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλέφαρο — το (AM βλέφαρον) κινητό κάλυμμα του ματιού που προφυλάσσει το ματόφυλλο μσν. νεοελλ. η έκφραση των ματιών νεοελλ..1. το μέτωπο αρχ. βλέφαρα τα μάτια 2. φρ. α) «ἁμέρας βλέφαρον» ήλιος β) «νυκτὸς βλέφαρον» η νύχτα. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ήδη ομηρική, που… … Dictionary of Greek
χάρη — Η με διάταγμα του Προέδρου της Δημοκρατίας μη εκτέλεση ή ελάττωση ποινής που επιβλήθηκε με αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση. Θεωρείται ιδιότυπος θεσμός και είναι προνόμιο του αρχηγού του κράτους, ο οποίος επεμβαίνει με αυτό τον τρόπο στον τομέα… … Dictionary of Greek